H χρήση της διδασκαλίας της ιστορίας ως μέσου για να εμπνεύσει στους νέους ένα αίσθημα ενότητας, πατριωτισμού και θαυμασμού για την κληρονομιά του έθνους έχει βαθιές ιδεολογικές ρίζες, πιστούς οπαδούς και έντονη πολιτική στήριξη. Μπορεί όμως η διδασκαλία της ιστορία όντως να υποστηρίξει αυτό το στόχο; Νομιμοποιείται η ιστορία να καλλιεργεί εθνική ταυτότητα;
Από τη μια πλευρά υπάρχει η άποψη ότι προσωπικοί και κοινωνικοί στόχοι που έχουν να κάνουν με την αίσθηση της ταυτότητας και την κοινή κληρονομιά πρέπει να προέχουν των μεθοδολογικών στόχων. Ταυτόχρονα, σύμφωνα πάντα με αυτή την άποψη, οι μαθητές πρέπει νιώθουν συνδεδεμένοι με τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας μέσα από κοινούς δεσμούς (ηθικές αξίες, ιστορία, γλώσσα και θρησκεία)
Στην άλλη πλευρά έχουμε την άποψη ότι κύριος στόχος της ιστορίας είναι να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο οι μαθητές βλέπουν και κατανοούν τον κόσμο. Αυτός ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την ανάπτυξη της ιστορικής σκέψης με την καλλιέργεια δεξιοτήτων και ανάπτυξη ιστορικών εννοιών (ενσυναίσθηση, ιστορική μαρτυρία, ιστορικό τεκμήριο, αλλαγή, γεγονός) που έχουν να κάνουν με την επιστήμη της ιστορίας. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, οι μαθητές πρέπει να αναπτύξουν ένα νοητικό εργαλείο με το οποίο να σκέφτονται και να κατανοούν το παρελθόν και κατ’ επέκταση το παρόν τους, αλλά και το μέλλον τους. Τέλος, υποστηρίζεται ότι η προσπάθεια να προωθήσουμε μέσα από την ιστορία άλλους στόχους, πέρα από όσους έχουν να κάνουν με την ίδια την ιστορία, μπορεί να μας οδηγήσει στη διδασκαλία μιας παραποιημένης μορφής της ιστορίας που να εξυπηρετεί αυτούς τους στόχους.
Η καλλιέργεια της εθνικής ταυτότητας δεν φαίνεται να μπορεί να ικανοποιήσει κριτήρια όπως η αντικειμενικότητα και η ανεξαρτησία από δεσμούς πέρα από την αφοσίωση στην αλήθεια. Αυτά τα κριτήρια αποτελούν βασικά στοιχεία της επιστήμης της ιστορίας και η απουσία τους σημαίνει και την απουσία της ίδιας της ιστορικής μεθόδου. Κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι έχοντας σαν πρωταρχικό στόχο την καλλιέργεια της εθνικής ταυτότητας (αφού καμιά εθνική αφήγηση δεν είναι πραγματικά αντικειμενική) θα μπορέσουμε να διδάξουμε ένα μάθημα πραγματικής ιστορίας.
Η ιστορία μπορεί να παίξει ένα πιο γενικό και ποιο διαχρονικό ρόλο στην εκπαίδευση, που είναι πέρα από την προώθηση εννοιών περιορισμένων τοπικά και χρονικά. Κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η εθνική ταυτότητα έχει το ίδιο περιεχόμενο σε όλες τις κοινωνίες και κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι θα έχει το ίδιο περιεχόμενο για πάντα. Ακόμα και η ίδια η έννοια των εθνών- κρατών (που ούτως ή άλλως είναι σχετικά πρόσφατη στην ιστορία) φαίνεται να αλλάζει περιεχόμενο με την εμφάνιση των μετα-εθνικών πολιτικών οντοτήτων (π.χ. η Ευρωπαϊκή Ένωση) . Αντίθετα η διδασκαλία της ιστορίας με γνώμονα την ιστορική μέθοδο (και απαλλαγμένη από τους πιο πάνω περιορισμούς) μπορεί να βοηθήσει τους μαθητές να κατανοήσουν τον κόσμο τους και να είναι πιο έτοιμοι για το μέλλον τους. Αυτός θα πρέπει να είναι και ο γενικότερος στόχος της παιδείας∙ να εφοδιάζει τους μαθητές με τις δεξιότητες, τις γνώσεις και τα εργαλεία για να κατανοήσουν και να λειτουργήσουν στον δικό τους κόσμο και όχι απλά να τους καλουπώνει για να ταιριάζουν στον κόσμο των γονέων τους (ή ακόμα χειρότερα σε εκείνο των παππούδων τους).
Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2008
Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2008
Μύθοι και παρανοήσεις σχετικά με τη διδασκαλία της Ιστορίας
Στη συζήτηση που διεξάγεται τις τελευταίες εβδομάδες γύρω από την διδασκαλία της Ιστορίας μπορούν να εντοπισθούν πολλοί μύθοι και παρανοήσεις. Αυτό συμβαίνει γιατί, στην συντριπτική τους πλειονότητα, όσοι σχολιάζουν το συγκεκριμένο θέμα δεν δείχνουν διάθεση να το μελετήσουν ουσιαστικά.
Μια άποψη, που εκφράστηκε από πολλούς, είναι ότι η ιστορία μας είναι δεδομένη και όσοι μιλούν για αλλαγή στοχεύουν στην παραχάραξή της. Η άποψη ότι υπάρχει μια συγκεκριμένη αντικειμενική αφήγηση, που είναι αντίγραφο του παρελθόντος, αποτελεί βασική παρανόηση. Παρόλα αυτά, πολλοί από αυτούς που την εκφράζουν διεκδικούν τον τίτλο του ειδικού γύρω από το θέμα. Στην πραγματικότητα υπάρχουν πολλές διαφορετικές και συχνά αντικρουόμενες αφηγήσεις που επιχειρούν να περιγράψουν το παρελθόν. Οι διαφορές στις αφηγήσεις οφείλονται σε πολλούς παράγοντες (και όχι μόνο στην προσπάθεια για στρέβλωση κάποιας αλήθειας) τους οποίους εξετάζει η επιστήμη της ιστορίας. Το αστείο ή το τραγικό (εξαρτάται από πια σκοπιά το βλέπει ο καθένας) είναι ότι αυτή η παρανόηση εντοπίζεται από διάφορα ερευνητικά μοντέλα ανάπτυξης της ιστορικής σκέψης στα χαμηλότερα επίπεδα κατανόησης. Με άλλα λόγια, η πιο πάνω άποψη θα έπρεπε να εντοπίζεται μόνο στους μαθητές των μικρότερων ηλικιών.
Μια άλλη σημαντική παρανόηση είναι ότι η διδασκαλία ενός μαθήματος ισούται με το εγχειρίδιο διδασκαλίας, και στην περίπτωση της ιστορία με το περιεχόμενο (γεγονότα). Πολλοί «ειδικοί» σχολιάζουν το θέμα της διδασκαλίας της ιστορίας χωρίς να κάνουν οποιαδήποτε αναφορά στη διδακτική μεθοδολογία. Έχουμε έτσι μια συζήτηση που ουσιαστικά περιστρέφεται μόνο γύρω από το περιεχόμενο που πρέπει να περιλαμβάνουν τα σχολικά εγχειρίδια της ιστορίας. Πολλοί μάλιστα φαίνεται να αγνοούν ότι η διδασκαλία της ιστορίας αποτελεί ξεχωριστό κλάδο της παιδαγωγικής επιστήμης.
Ένας μύθος γύρω από τη διδασκαλία της ιστορίας στο εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι το ότι τα σχολικά εγχειρίδια δεν χρήζουν αλλαγής αφού δεν περιέχουν σοβινιστικά ή εθνικιστικά στοιχεία. Η απουσία πολύ ακραίων απόψεων ή εκφράσεων θεωρείται σε αυτή την περίπτωση αρκετή για να διασφαλιστεί ότι τα σχολικά εγχειρίδια δεν καλλιεργούν οποιεσδήποτε αρνητικές στάσεις απέναντι στον Άλλο. Ταυτόχρονα θεωρείται απόλυτα αποδεχτό το ότι στις χιλιάδες χρόνια που περιγράφονται από τα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας οι Έλληνες (οι Κύπριοι τυγχάνουν συνήθως λιγότερης προβολής) είχαν πάντα το δίκαιο με το μέρος τους και ήταν πάντοτε τα θύματα των ιμπεριαλιστικών διαθέσεων των γειτονικών λαών. Θεωρείται επίσης αποδεχτό να μην υπάρχει καμιά αναφορά στις ειρηνικές περιόδους συμβίωσης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, ενώ οι μόνες φορές που γίνεται αναφορά στους Τουρκοκύπριους είναι στις περιόδους συγκρούσεων ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Περιττό φυσικά να αναφέρουμε ότι για τις συγκρούσεις αυτές την αποκλειστική ευθύνη είχαν πάντα οι Τουρκοκύπριοι (σύμφωνα με τα σχολικά μας εγχειρίδια).
Ένας άλλος μύθος είναι εκείνος που λέει ότι η αλλαγή στη διδασκαλία της ιστορίας (με στόχο τη συμφιλίωση) θα επέλθει απλά με την συμπερίληψη σε αυτή γεγονότων όπως η δράση της ΕΟΚΑ Β΄, οι αγριότητες ομάδων Ελληνοκυπρίων εις βάρος των Τουρκοκυπρίων, η ύπαρξη Τουρκοκυπρίων αγνοουμένων και προσφύγων, οι ειρηνικές περίοδοι συνύπαρξης, οι κοινοί κοινωνικοί αγώνες τα κοινά ήθη και έθιμα κ.α. Παρόλο που τα πιο πάνω είναι σημεία που δεν πρέπει να αποκρύβονται, η συμπερίληψη τους δεν είναι αρκετή. Ο μύθος αυτός ξεκινά και πάλι από την παρανόηση ότι ιστορία είναι μόνο το περιεχόμενο. Άρα συμπεριλαμβάνοντας περιεχόμενο που δείχνει ότι και οι δύο κοινότητες έκαναν λάθη και ότι έχουμε κοινά χαρακτηριστικά, εξασφαλίζεται ότι θα δούμε τους Τουρκοκύπριους με θετικό μάτι. Στην πραγματικότητα αυτό που θα γίνει σε αυτή την περίπτωση είναι ότι οι μαθητές στην πλειονότητα τους θα διατηρήσουν τις ιδέες και απόψεις που έχουν και οι οποίες στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στις ανεπίσημες αφηγήσεις που έχουν στη διάθεσή τους (από οικογένεια, φίλους, Μ.Μ.Ε., κοινότητα κτλ.). Έτσι όσοι βλέπουν τους Τουρκοκύπριους ως τον «κακό» της ιστορίας θα συνεχίσουν να έχουν αυτή την αντίληψη και θα απορρίπτουν τη σχολική ιστορία ως λανθασμένη.
Ποιος, λοιπόν, πρέπει να είναι ο ρόλος της διδασκαλίας της ιστορίας και πώς πετυχαίνουμε την αλλαγή; Για να έχουμε ουσιαστική αλλαγή στη διδασκαλία της ιστορίας, πρέπει να απομακρυνθούμε πρώτα από τη λογική ότι η ιστορία είναι απλά μια αφήγηση γεγονότων. Πρέπει επίσης να απαλλάξουμε την ιστορία από το ρόλο του διαμορφωτή εθνικών συνειδήσεων ή του συμφιλιωτή των ανθρώπων. Βασικό αντικείμενο της διδασκαλίας της ιστορίας θα πρέπει να είναι η ίδια η ιστορία. Η ιστορία διαθέτει ως επιστήμη τις δικές της μεθόδους και έννοιες τις οποίες ένα αναλυτικό πρόγραμμα διδασκαλίας πρέπει να λαμβάνει υπόψη και να στοχεύει να αναπτύξει (στο δυνατό βαθμό) στους μαθητές του. Μέσα από την καλλιέργεια αυτών των ιστορικών εννοιών και δεξιοτήτων, οι μαθητές θα αναπτύξουν τα απαραίτητα νοητικά εργαλεία για κατανόηση της ιστορίας, κάτι πολύ πιο ουσιαστικό και χρήσιμο από την απομνημόνευση έτοιμων αφηγήσεων και κατ’ επέκταση την υιοθέτηση προκαθορισμένων στάσεων. Η διδασκαλία της ιστορίας μπορεί προσφέρει πολύ περισσότερα από την προώθηση ιδεών και στάσεων περιορισμένων τοπικά και χρονικά. Η προσφορά της μπορεί να είναι διαχρονική αφού βοηθώντας τους μαθητές να κατανοήσουν το παρελθόν τους προσφέρει τα μέσα για να κατανοήσουν το παρόν αλλά και το μέλλον (με την έννοια ότι μπορούν να αξιολογούν τις επιλογές που παρουσιάζει το μέλλον). Κάτω από αυτό το πρίσμα, οι συζητήσεις γύρω από το ποια στάση πρέπει να καλλιεργείται απέναντι στους Τουρκοκυπρίους ή το βαθμό στον οποίο οι αλλαγές θα πλήξουν την εθνική συνείδηση ή θα κάμψουν το αγωνιστικό φρόνιμα των μαθητών δεν πρέπει να απασχολούν την διδασκαλία της ιστορίας.
Αυτή η διαδικασία ανάπτυξης της ιστορικής σκέψης δεν μπορεί να εγγυηθεί την δημιουργία πατριωτών ή πολιτών που αποδέχονται τον Άλλο, αλλά μπορεί να εγγυηθεί ότι θα βοηθήσει τους μαθητές να κατανοήσουν τον κόσμο στον οποίο ζουν (αλλά και εκείνο στον οποίο θα ζήσουν στο μέλλον) και τις διαδικασίες του. Αυτός θα πρέπει να είναι και ο γενικότερος στόχος της παιδείας∙ να εφοδιάζει τους μαθητές με τις δεξιότητες, τις γνώσεις και τα εργαλεία για να κατανοήσουν και να λειτουργήσουν στον κόσμο τους και όχι απλά να τους καλουπώνει για να ταιριάζουν στον κόσμο των γονέων τους (ή ακόμα χειρότερα σε εκείνο των παππούδων τους).
Μια άποψη, που εκφράστηκε από πολλούς, είναι ότι η ιστορία μας είναι δεδομένη και όσοι μιλούν για αλλαγή στοχεύουν στην παραχάραξή της. Η άποψη ότι υπάρχει μια συγκεκριμένη αντικειμενική αφήγηση, που είναι αντίγραφο του παρελθόντος, αποτελεί βασική παρανόηση. Παρόλα αυτά, πολλοί από αυτούς που την εκφράζουν διεκδικούν τον τίτλο του ειδικού γύρω από το θέμα. Στην πραγματικότητα υπάρχουν πολλές διαφορετικές και συχνά αντικρουόμενες αφηγήσεις που επιχειρούν να περιγράψουν το παρελθόν. Οι διαφορές στις αφηγήσεις οφείλονται σε πολλούς παράγοντες (και όχι μόνο στην προσπάθεια για στρέβλωση κάποιας αλήθειας) τους οποίους εξετάζει η επιστήμη της ιστορίας. Το αστείο ή το τραγικό (εξαρτάται από πια σκοπιά το βλέπει ο καθένας) είναι ότι αυτή η παρανόηση εντοπίζεται από διάφορα ερευνητικά μοντέλα ανάπτυξης της ιστορικής σκέψης στα χαμηλότερα επίπεδα κατανόησης. Με άλλα λόγια, η πιο πάνω άποψη θα έπρεπε να εντοπίζεται μόνο στους μαθητές των μικρότερων ηλικιών.
Μια άλλη σημαντική παρανόηση είναι ότι η διδασκαλία ενός μαθήματος ισούται με το εγχειρίδιο διδασκαλίας, και στην περίπτωση της ιστορία με το περιεχόμενο (γεγονότα). Πολλοί «ειδικοί» σχολιάζουν το θέμα της διδασκαλίας της ιστορίας χωρίς να κάνουν οποιαδήποτε αναφορά στη διδακτική μεθοδολογία. Έχουμε έτσι μια συζήτηση που ουσιαστικά περιστρέφεται μόνο γύρω από το περιεχόμενο που πρέπει να περιλαμβάνουν τα σχολικά εγχειρίδια της ιστορίας. Πολλοί μάλιστα φαίνεται να αγνοούν ότι η διδασκαλία της ιστορίας αποτελεί ξεχωριστό κλάδο της παιδαγωγικής επιστήμης.
Ένας μύθος γύρω από τη διδασκαλία της ιστορίας στο εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι το ότι τα σχολικά εγχειρίδια δεν χρήζουν αλλαγής αφού δεν περιέχουν σοβινιστικά ή εθνικιστικά στοιχεία. Η απουσία πολύ ακραίων απόψεων ή εκφράσεων θεωρείται σε αυτή την περίπτωση αρκετή για να διασφαλιστεί ότι τα σχολικά εγχειρίδια δεν καλλιεργούν οποιεσδήποτε αρνητικές στάσεις απέναντι στον Άλλο. Ταυτόχρονα θεωρείται απόλυτα αποδεχτό το ότι στις χιλιάδες χρόνια που περιγράφονται από τα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας οι Έλληνες (οι Κύπριοι τυγχάνουν συνήθως λιγότερης προβολής) είχαν πάντα το δίκαιο με το μέρος τους και ήταν πάντοτε τα θύματα των ιμπεριαλιστικών διαθέσεων των γειτονικών λαών. Θεωρείται επίσης αποδεχτό να μην υπάρχει καμιά αναφορά στις ειρηνικές περιόδους συμβίωσης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, ενώ οι μόνες φορές που γίνεται αναφορά στους Τουρκοκύπριους είναι στις περιόδους συγκρούσεων ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Περιττό φυσικά να αναφέρουμε ότι για τις συγκρούσεις αυτές την αποκλειστική ευθύνη είχαν πάντα οι Τουρκοκύπριοι (σύμφωνα με τα σχολικά μας εγχειρίδια).
Ένας άλλος μύθος είναι εκείνος που λέει ότι η αλλαγή στη διδασκαλία της ιστορίας (με στόχο τη συμφιλίωση) θα επέλθει απλά με την συμπερίληψη σε αυτή γεγονότων όπως η δράση της ΕΟΚΑ Β΄, οι αγριότητες ομάδων Ελληνοκυπρίων εις βάρος των Τουρκοκυπρίων, η ύπαρξη Τουρκοκυπρίων αγνοουμένων και προσφύγων, οι ειρηνικές περίοδοι συνύπαρξης, οι κοινοί κοινωνικοί αγώνες τα κοινά ήθη και έθιμα κ.α. Παρόλο που τα πιο πάνω είναι σημεία που δεν πρέπει να αποκρύβονται, η συμπερίληψη τους δεν είναι αρκετή. Ο μύθος αυτός ξεκινά και πάλι από την παρανόηση ότι ιστορία είναι μόνο το περιεχόμενο. Άρα συμπεριλαμβάνοντας περιεχόμενο που δείχνει ότι και οι δύο κοινότητες έκαναν λάθη και ότι έχουμε κοινά χαρακτηριστικά, εξασφαλίζεται ότι θα δούμε τους Τουρκοκύπριους με θετικό μάτι. Στην πραγματικότητα αυτό που θα γίνει σε αυτή την περίπτωση είναι ότι οι μαθητές στην πλειονότητα τους θα διατηρήσουν τις ιδέες και απόψεις που έχουν και οι οποίες στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στις ανεπίσημες αφηγήσεις που έχουν στη διάθεσή τους (από οικογένεια, φίλους, Μ.Μ.Ε., κοινότητα κτλ.). Έτσι όσοι βλέπουν τους Τουρκοκύπριους ως τον «κακό» της ιστορίας θα συνεχίσουν να έχουν αυτή την αντίληψη και θα απορρίπτουν τη σχολική ιστορία ως λανθασμένη.
Ποιος, λοιπόν, πρέπει να είναι ο ρόλος της διδασκαλίας της ιστορίας και πώς πετυχαίνουμε την αλλαγή; Για να έχουμε ουσιαστική αλλαγή στη διδασκαλία της ιστορίας, πρέπει να απομακρυνθούμε πρώτα από τη λογική ότι η ιστορία είναι απλά μια αφήγηση γεγονότων. Πρέπει επίσης να απαλλάξουμε την ιστορία από το ρόλο του διαμορφωτή εθνικών συνειδήσεων ή του συμφιλιωτή των ανθρώπων. Βασικό αντικείμενο της διδασκαλίας της ιστορίας θα πρέπει να είναι η ίδια η ιστορία. Η ιστορία διαθέτει ως επιστήμη τις δικές της μεθόδους και έννοιες τις οποίες ένα αναλυτικό πρόγραμμα διδασκαλίας πρέπει να λαμβάνει υπόψη και να στοχεύει να αναπτύξει (στο δυνατό βαθμό) στους μαθητές του. Μέσα από την καλλιέργεια αυτών των ιστορικών εννοιών και δεξιοτήτων, οι μαθητές θα αναπτύξουν τα απαραίτητα νοητικά εργαλεία για κατανόηση της ιστορίας, κάτι πολύ πιο ουσιαστικό και χρήσιμο από την απομνημόνευση έτοιμων αφηγήσεων και κατ’ επέκταση την υιοθέτηση προκαθορισμένων στάσεων. Η διδασκαλία της ιστορίας μπορεί προσφέρει πολύ περισσότερα από την προώθηση ιδεών και στάσεων περιορισμένων τοπικά και χρονικά. Η προσφορά της μπορεί να είναι διαχρονική αφού βοηθώντας τους μαθητές να κατανοήσουν το παρελθόν τους προσφέρει τα μέσα για να κατανοήσουν το παρόν αλλά και το μέλλον (με την έννοια ότι μπορούν να αξιολογούν τις επιλογές που παρουσιάζει το μέλλον). Κάτω από αυτό το πρίσμα, οι συζητήσεις γύρω από το ποια στάση πρέπει να καλλιεργείται απέναντι στους Τουρκοκυπρίους ή το βαθμό στον οποίο οι αλλαγές θα πλήξουν την εθνική συνείδηση ή θα κάμψουν το αγωνιστικό φρόνιμα των μαθητών δεν πρέπει να απασχολούν την διδασκαλία της ιστορίας.
Αυτή η διαδικασία ανάπτυξης της ιστορικής σκέψης δεν μπορεί να εγγυηθεί την δημιουργία πατριωτών ή πολιτών που αποδέχονται τον Άλλο, αλλά μπορεί να εγγυηθεί ότι θα βοηθήσει τους μαθητές να κατανοήσουν τον κόσμο στον οποίο ζουν (αλλά και εκείνο στον οποίο θα ζήσουν στο μέλλον) και τις διαδικασίες του. Αυτός θα πρέπει να είναι και ο γενικότερος στόχος της παιδείας∙ να εφοδιάζει τους μαθητές με τις δεξιότητες, τις γνώσεις και τα εργαλεία για να κατανοήσουν και να λειτουργήσουν στον κόσμο τους και όχι απλά να τους καλουπώνει για να ταιριάζουν στον κόσμο των γονέων τους (ή ακόμα χειρότερα σε εκείνο των παππούδων τους).
Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και το μάθημα της ιστορίας.
Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι η κίνηση του ΥΠΠ και κατ’ επέκταση της νέας κυβέρνησης να θέσει την καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης, αμοιβαίου σεβασμού και συνεργασίας Eλληνοκυπρίων και Tουρκοκυπρίων ως υπό έμφαση στόχο, ίσως να προμηνύει την μεγαλύτερη και πιο ριζοσπαστική αλλαγή που εφαρμόστηκε ποτέ στην ελληνοκυπριακή εκπαίδευση. Η δήλωση αυτής της πρόθεσης από πλευράς της κυβέρνησης σήμανε ήδη την έναρξη μιας νέας σύγκρουσης ιδεολογιών και πολιτικών απόψεων για το θέμα της διδασκαλίας της ιστορίας. Θέματα παιδαγωγικής και διδακτικής μεθοδολογίας δεν θα συζητηθούν πέρα από κάποιες χωρίς περιεχόμενο επικλήσεις στην ανάγκη για καλλιέργεια κριτικής σκέψης.
Ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους είχαμε και θα έχουμε ξανά την πιο πάνω εικόνα στη συζήτηση για την διδασκαλία της ιστορίας είναι το γεγονός ότι το ευρύτερο εκπαιδευτικό μας σύστημα βλέπει την ιστορία ως απλά μια αφήγηση την οποία οι μαθητές πρέπει να αφομοιώσουν. Πέρα από απλές, χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα αναφορές στην ανάγκη για ανάπτυξη της κριτικής σκέψης στο μάθημα της ιστορίας, το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν ασχολείται σοβαρά με μεθοδολογικά θέματα της διδασκαλίας του ίδιου του μαθήματος. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα (υπάρχουν και άλλα πολλά) της υποβάθμισης των μεθοδολογικών θεμάτων στη διδασκαλία της ιστορίας είναι το γεγονός ότι για πάνω από μια δεκαετία το μάθημα της «Διδακτικής της Ιστορίας» δεν υπήρχε στο πρόγραμμα σπουδών του Τμήματος Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστήμιου Κύπρου για την απόκτηση πτυχίου στην εκπαίδευση. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι αν και το μάθημα επιστρέφει στο νέο πρόγραμμα σπουδών του τμήματος με την νέα ακαδημαϊκή χρονιά, αυτό θα διδάσκεται από ειδικό επιστήμονα αφού δεν έχει προκηρυχθεί θέση ακαδημαϊκού. Την ίδια στιγμή, το γεγονός ότι σχεδόν κανείς δεν ασχολήθηκε με αυτή τη σημαντική έλλειψη δεν μπορεί παρά να καταδεικνύει τη γενικότερη άγνοια (ίσως και αδιαφορία) που επικρατεί γύρω από το θέμα.
Το γεγονός αυτό έχει φυσικά αρνητικά αποτελέσματα στην ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχεται στους μαθητές. Αυτό που τους προσφέρεται σήμερα είναι ένας μεγάλος όγκος αφηγήσεων (οι οποίες είναι κατά κανόνα εθνοκεντρικές) γύρω από γεγονότα και πρόσωπα που στην πλειονότητά τους θα ξεχασθούν σύντομα, ενώ ουσιαστικά δεν τους παρέχεται κανένα εργαλείο που να δίνει νόημα σε όλες αυτές τις πληροφορίες. Επίσης, δεν καλλιεργείται καμιά μεταγνωστική δεξιότητα, με αποτέλεσμα το μάθημα να μην έχει καμιά αξία πέρα από μία περιορισμένη, θολή και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και μη αντικειμενική εικόνα του παρελθόντος. Και όμως η διδασκαλία της ιστορίας μπορεί να προσφέρει πολύ περισσότερα. Πέρα από το περιεχόμενο η διδασκαλία της ιστορίας πρέπει να στοχεύει στην κατανόηση των παρανοήσεων των μαθητών και την ανάπτυξη των ιδεών τους γύρω από ιστορικές έννοιες (ιστορικός χρόνος, ιστορική σημαντικότητα, ιστορικό τεκμήριο, ιστορική πηγή, ενσυναίσθηση, ιστορικός γεγονός, αλλαγή κ.α.). Παράλληλα θα πρέπει να επιδιώκει και την ανάπτυξη σχετικών δεξιοτήτων (π.χ. μελέτη και αξιολόγηση ιστορικών πηγών). Η διδασκαλία της ιστορίας μπορεί και επιβάλλεται να εφοδιάζει τους μαθητές όχι με απλή γνώση του τι έγινε, αλλά και με τα κατάλληλα νοητικά εργαλεία που θα δώσουν νόημα σε αυτή τη γνώση (και κατ΄ επέκταση θα την καταστήσουν χρήσιμη και μόνιμη).
Αλλάζοντας απλά το περιεχόμενο της ιστορίας που διδάσκεται, δεν αλλάζουμε ουσιαστικά πολλά πράγματα, αφού ούτως ή άλλως τα σχολικά βιβλία και η τάξη δεν είναι το μόνο μέρος από το οποίο οι μαθητές «μαθαίνουν» ιστορία. Το πιο πιθανό σε αυτή την περίπτωση είναι η αφήγηση του σχολείου, όταν δεν συμφωνεί με την αφήγηση της οικογένειας και του κοινωνικού περίγυρου, να θεωρηθεί «λάθος» και να απορριφθεί από τους μαθητές. Με άλλα λόγια οι μαθητές των οποίων οι γονείς και ο περίγυρος βλέπει τους Τουρκοκύπριους ως τη μοναδική αιτία για τα δεινά του τόπου και ως αιμοσταγείς εχθρούς μάλλον θα συνεχίσουν να τους βλέπουν ως τέτοιους. Αντίθετα, με την έμφαση στη μεθοδολογία της διδασκαλίας και την καλλιέργεια των ιστορικών εννοιών και δεξιοτήτων, οι μαθητές θα είναι ικανοί μέσα από την αντικειμενική μελέτη του παρελθόντος και των πολλαπλών (και συχνά αντικρουόμενων) αφηγήσεων που το περιγράφουν να κτίσουν τη δική τους εικόνα βασισμένοι σε ιστορικά κριτήρια. Αυτά τα εργαλεία ταυτόχρονα θα τους εφοδιάσουν κατάλληλα, ώστε να μπορούν να κατανοήσουν το παρόν αλλά και να έχουν μια εικόνα του μέλλοντος (υπό την έννοια ότι θα έχουν μια ιδέα για τις επιλογές και τους περιορισμούς που προβάλλουν μπροστά τους).
Το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Μπορεί τελικά η διδασκαλία της ιστορίας να συμβάλει στον στόχο της καλλιέργειας της κουλτούρας ειρήνης, συνεργασίας και σεβασμού που επιδιώκει το ΥΠΠ; Η απάντηση είναι καταφατική. Η ιστορική μέθοδος μέσα από τις έννοιες και τις αξίες της αντικειμενικότητας, της ενσυναίσθησης, της αναζήτησης της αλήθειας, του σεβασμού προς όλες τις πηγές και την ελευθερία έκφρασης που προσφέρεται σε όλες τις πηγές μπορεί να αποτελέσει πρακτικό παράδειγμα δημοκρατίας, συνεργασίας, αμοιβαίου σεβασμού και ειρηνικών διαθέσεων.
Ουσιαστική μεταρρύθμιση που θα αναβαθμίσει το μάθημα της ιστορίας δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την επανεξέταση του περιεχομένου που διδάσκεται, αλλά μέσα από έμφαση που πρέπει να δοθεί και στη μεθοδολογία της διδασκαλίας (έμφαση στην ιστορική μέθοδο και την καλλιέργεια ιστορικών εννοιών και δεξιοτήτων). Αυτό προϋποθέτει ότι τον σχεδιασμό των αναλυτικών προγραμμάτων και των βιβλίων της ιστορίας θα αναλάβουν παιδαγωγοί με αποδεδειγμένο επιστημονικό υπόβαθρο και εμπειρία στον τομέα της διδασκαλίας της ιστορίας και όχι απλά ιστορικοί. Οι ιστορικοί θα έχουν τον επίσης σημαντικό ρόλο να προσφέρουν την επιστημονική γνώση του θέματος αλλά όχι την οργάνωση της διδασκαλίας του. Το σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, αφού η σύνθεση των ομάδων που θα αναλάβουν αυτό το έργο θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό και το αποτέλεσμα. Επίσης πολύ σημαντική είναι η προστασία αυτής της διαδικασίας από τις οποιαδήποτε πολιτικές παρεμβάσεις οι οποίες δεν μπορούν να προσφέρουν οτιδήποτε ουσιαστικό ή ωφέλιμο στην διαδικασία (αντίθετα θα δημιουργήσουν προβλήματα).
Εν κατακλείδι, το στοίχημα που καλείται να κερδίσει το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν είναι αν θα καταφέρει να ξαναγράψει αντικειμενικά την ιστορία, άλλωστε αυτή η δήλωση είναι αφελής και το εγχείρημα ανέφικτο. Τα πραγματικό στοίχημα είναι αν θα καταφέρει μέσα από μάθημα της ιστορία να εφοδιάσει του μαθητές με τα κατάλληλα εργαλεία ώστε να κατανοήσουν πραγματικά το παρελθόν και κατ’ επέκταση τον κόσμο στον οποίο ζουν.
Ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους είχαμε και θα έχουμε ξανά την πιο πάνω εικόνα στη συζήτηση για την διδασκαλία της ιστορίας είναι το γεγονός ότι το ευρύτερο εκπαιδευτικό μας σύστημα βλέπει την ιστορία ως απλά μια αφήγηση την οποία οι μαθητές πρέπει να αφομοιώσουν. Πέρα από απλές, χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα αναφορές στην ανάγκη για ανάπτυξη της κριτικής σκέψης στο μάθημα της ιστορίας, το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν ασχολείται σοβαρά με μεθοδολογικά θέματα της διδασκαλίας του ίδιου του μαθήματος. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα (υπάρχουν και άλλα πολλά) της υποβάθμισης των μεθοδολογικών θεμάτων στη διδασκαλία της ιστορίας είναι το γεγονός ότι για πάνω από μια δεκαετία το μάθημα της «Διδακτικής της Ιστορίας» δεν υπήρχε στο πρόγραμμα σπουδών του Τμήματος Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστήμιου Κύπρου για την απόκτηση πτυχίου στην εκπαίδευση. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι αν και το μάθημα επιστρέφει στο νέο πρόγραμμα σπουδών του τμήματος με την νέα ακαδημαϊκή χρονιά, αυτό θα διδάσκεται από ειδικό επιστήμονα αφού δεν έχει προκηρυχθεί θέση ακαδημαϊκού. Την ίδια στιγμή, το γεγονός ότι σχεδόν κανείς δεν ασχολήθηκε με αυτή τη σημαντική έλλειψη δεν μπορεί παρά να καταδεικνύει τη γενικότερη άγνοια (ίσως και αδιαφορία) που επικρατεί γύρω από το θέμα.
Το γεγονός αυτό έχει φυσικά αρνητικά αποτελέσματα στην ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχεται στους μαθητές. Αυτό που τους προσφέρεται σήμερα είναι ένας μεγάλος όγκος αφηγήσεων (οι οποίες είναι κατά κανόνα εθνοκεντρικές) γύρω από γεγονότα και πρόσωπα που στην πλειονότητά τους θα ξεχασθούν σύντομα, ενώ ουσιαστικά δεν τους παρέχεται κανένα εργαλείο που να δίνει νόημα σε όλες αυτές τις πληροφορίες. Επίσης, δεν καλλιεργείται καμιά μεταγνωστική δεξιότητα, με αποτέλεσμα το μάθημα να μην έχει καμιά αξία πέρα από μία περιορισμένη, θολή και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και μη αντικειμενική εικόνα του παρελθόντος. Και όμως η διδασκαλία της ιστορίας μπορεί να προσφέρει πολύ περισσότερα. Πέρα από το περιεχόμενο η διδασκαλία της ιστορίας πρέπει να στοχεύει στην κατανόηση των παρανοήσεων των μαθητών και την ανάπτυξη των ιδεών τους γύρω από ιστορικές έννοιες (ιστορικός χρόνος, ιστορική σημαντικότητα, ιστορικό τεκμήριο, ιστορική πηγή, ενσυναίσθηση, ιστορικός γεγονός, αλλαγή κ.α.). Παράλληλα θα πρέπει να επιδιώκει και την ανάπτυξη σχετικών δεξιοτήτων (π.χ. μελέτη και αξιολόγηση ιστορικών πηγών). Η διδασκαλία της ιστορίας μπορεί και επιβάλλεται να εφοδιάζει τους μαθητές όχι με απλή γνώση του τι έγινε, αλλά και με τα κατάλληλα νοητικά εργαλεία που θα δώσουν νόημα σε αυτή τη γνώση (και κατ΄ επέκταση θα την καταστήσουν χρήσιμη και μόνιμη).
Αλλάζοντας απλά το περιεχόμενο της ιστορίας που διδάσκεται, δεν αλλάζουμε ουσιαστικά πολλά πράγματα, αφού ούτως ή άλλως τα σχολικά βιβλία και η τάξη δεν είναι το μόνο μέρος από το οποίο οι μαθητές «μαθαίνουν» ιστορία. Το πιο πιθανό σε αυτή την περίπτωση είναι η αφήγηση του σχολείου, όταν δεν συμφωνεί με την αφήγηση της οικογένειας και του κοινωνικού περίγυρου, να θεωρηθεί «λάθος» και να απορριφθεί από τους μαθητές. Με άλλα λόγια οι μαθητές των οποίων οι γονείς και ο περίγυρος βλέπει τους Τουρκοκύπριους ως τη μοναδική αιτία για τα δεινά του τόπου και ως αιμοσταγείς εχθρούς μάλλον θα συνεχίσουν να τους βλέπουν ως τέτοιους. Αντίθετα, με την έμφαση στη μεθοδολογία της διδασκαλίας και την καλλιέργεια των ιστορικών εννοιών και δεξιοτήτων, οι μαθητές θα είναι ικανοί μέσα από την αντικειμενική μελέτη του παρελθόντος και των πολλαπλών (και συχνά αντικρουόμενων) αφηγήσεων που το περιγράφουν να κτίσουν τη δική τους εικόνα βασισμένοι σε ιστορικά κριτήρια. Αυτά τα εργαλεία ταυτόχρονα θα τους εφοδιάσουν κατάλληλα, ώστε να μπορούν να κατανοήσουν το παρόν αλλά και να έχουν μια εικόνα του μέλλοντος (υπό την έννοια ότι θα έχουν μια ιδέα για τις επιλογές και τους περιορισμούς που προβάλλουν μπροστά τους).
Το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Μπορεί τελικά η διδασκαλία της ιστορίας να συμβάλει στον στόχο της καλλιέργειας της κουλτούρας ειρήνης, συνεργασίας και σεβασμού που επιδιώκει το ΥΠΠ; Η απάντηση είναι καταφατική. Η ιστορική μέθοδος μέσα από τις έννοιες και τις αξίες της αντικειμενικότητας, της ενσυναίσθησης, της αναζήτησης της αλήθειας, του σεβασμού προς όλες τις πηγές και την ελευθερία έκφρασης που προσφέρεται σε όλες τις πηγές μπορεί να αποτελέσει πρακτικό παράδειγμα δημοκρατίας, συνεργασίας, αμοιβαίου σεβασμού και ειρηνικών διαθέσεων.
Ουσιαστική μεταρρύθμιση που θα αναβαθμίσει το μάθημα της ιστορίας δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την επανεξέταση του περιεχομένου που διδάσκεται, αλλά μέσα από έμφαση που πρέπει να δοθεί και στη μεθοδολογία της διδασκαλίας (έμφαση στην ιστορική μέθοδο και την καλλιέργεια ιστορικών εννοιών και δεξιοτήτων). Αυτό προϋποθέτει ότι τον σχεδιασμό των αναλυτικών προγραμμάτων και των βιβλίων της ιστορίας θα αναλάβουν παιδαγωγοί με αποδεδειγμένο επιστημονικό υπόβαθρο και εμπειρία στον τομέα της διδασκαλίας της ιστορίας και όχι απλά ιστορικοί. Οι ιστορικοί θα έχουν τον επίσης σημαντικό ρόλο να προσφέρουν την επιστημονική γνώση του θέματος αλλά όχι την οργάνωση της διδασκαλίας του. Το σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, αφού η σύνθεση των ομάδων που θα αναλάβουν αυτό το έργο θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό και το αποτέλεσμα. Επίσης πολύ σημαντική είναι η προστασία αυτής της διαδικασίας από τις οποιαδήποτε πολιτικές παρεμβάσεις οι οποίες δεν μπορούν να προσφέρουν οτιδήποτε ουσιαστικό ή ωφέλιμο στην διαδικασία (αντίθετα θα δημιουργήσουν προβλήματα).
Εν κατακλείδι, το στοίχημα που καλείται να κερδίσει το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν είναι αν θα καταφέρει να ξαναγράψει αντικειμενικά την ιστορία, άλλωστε αυτή η δήλωση είναι αφελής και το εγχείρημα ανέφικτο. Τα πραγματικό στοίχημα είναι αν θα καταφέρει μέσα από μάθημα της ιστορία να εφοδιάσει του μαθητές με τα κατάλληλα εργαλεία ώστε να κατανοήσουν πραγματικά το παρελθόν και κατ’ επέκταση τον κόσμο στον οποίο ζουν.
Παρασκευή 9 Μαΐου 2008
Επιτέλους φως και ζέστη!!!!!
Πέμπτη 17 Απριλίου 2008
Ήταν εκείνη τη νυκτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης
Ο Βαρδάρης δεν φύσαγε απόψε, όχι τουλάχιστον στη Λόντρα. Πρώτα μπήκε ο Βασίλης. Μεγάλωσε πια και μαζί φαίνεται να μεγάλωσε και η μύτη του. Ήταν απλά ο Βασίλης που ξέραμε πάντα, ο άνθρωπος που αν τραγουδούσε στα Αγγλικά θα ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ροκάδες τους κόσμου (όπως είπε κάποτε ο Chris De Burgh). Μετά ήρθε ο Χρήστος ο Θηβαίος. Στα τόσα χρόνια που ακούω τη μουσική αυτών των τυπάδων με τα μακρυά μαλλιά και τα τραγούδια που όλοι σιγοψιθυρίζουν αλλά ποτέ δεν θα γίνουν σουξέ, ήταν πρώτη φορά που τον έβλεπα να παίζει ζωντανά. Ο άνθρωπος είναι γεννημένος για να τραγουδά και φαίνεται ότι νιώθει ευλογημένος που μπορεί να το κάνει. Αποκορύφωμα τα δάκρυα του καθώς τραγουδούσαν το "Σαλονίκη". Όσο υπάρχουν άνθρωποι που δακρύζουν απλά επειδή τραγουδούν, ο κόσμος θα είναι ωραίος.
Άντε και καλή αντάμωση!
Άντε και καλή αντάμωση!
Σάββατο 5 Απριλίου 2008
Έχουμε δρόμο μπροστά μας ακόμα
Και ενώ γιορτάζαμε που άνοιξε επιτέλους η Λήδρας, αθυμηθήκαν κάτι τσαούσϊες να μπουν να σταθούν μες τη νεκρά σαν τα αγγούρκα. Φυσικά δεν ήρθαν μόνοι τους. Κάποιος/ οι τους διέταξαν να το κάνουν. Βρήκαν λοιπόν την ευκαιρία και αρκετοί από τη δική μας πλευρά (αλήθεια θα σταματήσουμε ποτέ να μιλούμε για πλευρές;) να αρχίσουν να μουρμουρούν, και από μέσα τους ίσως και να χαίρονται, γιατί για ακόμα μια φορά φταιν οι Τούρτζιοι. Έχω μάλιστα την υποψία ότι ο Δημήτρης έπεσε στους βούρους να έρτει πίσω, όχι τόσο για να δει από κοντά τι γίνεται, όσο για να κουμαντάρει αυτούς τους τελευταίους που ήταν έτοιμοι να τα κλείσουν όλα.
Τέτοια καραγκιοζιλίκια θα γίνουν κι άλλα, και από τις δύο πλέυρές. Ας έχουμε το νου μας λοιπόν να μην τα κάνουμε θάλασσα και πάλι.
Τέτοια καραγκιοζιλίκια θα γίνουν κι άλλα, και από τις δύο πλέυρές. Ας έχουμε το νου μας λοιπόν να μην τα κάνουμε θάλασσα και πάλι.
Πέμπτη 3 Απριλίου 2008
Άνοιξε...
Άνοιξε επιτέλους. Το κυπριακό φυσικά δεν λύθηκε, αλλά ο συμβολισμός είναι ξεκάθαρος. Πάμε για μια νέα προσπάθεια. Τα πράγματα δεν είναι εύκολα, ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν θα είναι. Αυτό όμως δεν μας απαλλάσσει από την ευθύνη της συνεχούς προσπάθειας. Ατε και μέχρι να κατέβω Κύπρο να μπορώ να περνώ από τη Λήδρας στο Λοκματζή με το ποδήλατο χωρίς να πιάνω στόπερ!!!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)