Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2008

Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και το μάθημα της ιστορίας.

Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι η κίνηση του ΥΠΠ και κατ’ επέκταση της νέας κυβέρνησης να θέσει την καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης, αμοιβαίου σεβασμού και συνεργασίας Eλληνοκυπρίων και Tουρκοκυπρίων ως υπό έμφαση στόχο, ίσως να προμηνύει την μεγαλύτερη και πιο ριζοσπαστική αλλαγή που εφαρμόστηκε ποτέ στην ελληνοκυπριακή εκπαίδευση. Η δήλωση αυτής της πρόθεσης από πλευράς της κυβέρνησης σήμανε ήδη την έναρξη μιας νέας σύγκρουσης ιδεολογιών και πολιτικών απόψεων για το θέμα της διδασκαλίας της ιστορίας. Θέματα παιδαγωγικής και διδακτικής μεθοδολογίας δεν θα συζητηθούν πέρα από κάποιες χωρίς περιεχόμενο επικλήσεις στην ανάγκη για καλλιέργεια κριτικής σκέψης.

Ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους είχαμε και θα έχουμε ξανά την πιο πάνω εικόνα στη συζήτηση για την διδασκαλία της ιστορίας είναι το γεγονός ότι το ευρύτερο εκπαιδευτικό μας σύστημα βλέπει την ιστορία ως απλά μια αφήγηση την οποία οι μαθητές πρέπει να αφομοιώσουν. Πέρα από απλές, χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα αναφορές στην ανάγκη για ανάπτυξη της κριτικής σκέψης στο μάθημα της ιστορίας, το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν ασχολείται σοβαρά με μεθοδολογικά θέματα της διδασκαλίας του ίδιου του μαθήματος. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα (υπάρχουν και άλλα πολλά) της υποβάθμισης των μεθοδολογικών θεμάτων στη διδασκαλία της ιστορίας είναι το γεγονός ότι για πάνω από μια δεκαετία το μάθημα της «Διδακτικής της Ιστορίας» δεν υπήρχε στο πρόγραμμα σπουδών του Τμήματος Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστήμιου Κύπρου για την απόκτηση πτυχίου στην εκπαίδευση. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι αν και το μάθημα επιστρέφει στο νέο πρόγραμμα σπουδών του τμήματος με την νέα ακαδημαϊκή χρονιά, αυτό θα διδάσκεται από ειδικό επιστήμονα αφού δεν έχει προκηρυχθεί θέση ακαδημαϊκού. Την ίδια στιγμή, το γεγονός ότι σχεδόν κανείς δεν ασχολήθηκε με αυτή τη σημαντική έλλειψη δεν μπορεί παρά να καταδεικνύει τη γενικότερη άγνοια (ίσως και αδιαφορία) που επικρατεί γύρω από το θέμα.

Το γεγονός αυτό έχει φυσικά αρνητικά αποτελέσματα στην ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχεται στους μαθητές. Αυτό που τους προσφέρεται σήμερα είναι ένας μεγάλος όγκος αφηγήσεων (οι οποίες είναι κατά κανόνα εθνοκεντρικές) γύρω από γεγονότα και πρόσωπα που στην πλειονότητά τους θα ξεχασθούν σύντομα, ενώ ουσιαστικά δεν τους παρέχεται κανένα εργαλείο που να δίνει νόημα σε όλες αυτές τις πληροφορίες. Επίσης, δεν καλλιεργείται καμιά μεταγνωστική δεξιότητα, με αποτέλεσμα το μάθημα να μην έχει καμιά αξία πέρα από μία περιορισμένη, θολή και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και μη αντικειμενική εικόνα του παρελθόντος. Και όμως η διδασκαλία της ιστορίας μπορεί να προσφέρει πολύ περισσότερα. Πέρα από το περιεχόμενο η διδασκαλία της ιστορίας πρέπει να στοχεύει στην κατανόηση των παρανοήσεων των μαθητών και την ανάπτυξη των ιδεών τους γύρω από ιστορικές έννοιες (ιστορικός χρόνος, ιστορική σημαντικότητα, ιστορικό τεκμήριο, ιστορική πηγή, ενσυναίσθηση, ιστορικός γεγονός, αλλαγή κ.α.). Παράλληλα θα πρέπει να επιδιώκει και την ανάπτυξη σχετικών δεξιοτήτων (π.χ. μελέτη και αξιολόγηση ιστορικών πηγών). Η διδασκαλία της ιστορίας μπορεί και επιβάλλεται να εφοδιάζει τους μαθητές όχι με απλή γνώση του τι έγινε, αλλά και με τα κατάλληλα νοητικά εργαλεία που θα δώσουν νόημα σε αυτή τη γνώση (και κατ΄ επέκταση θα την καταστήσουν χρήσιμη και μόνιμη).

Αλλάζοντας απλά το περιεχόμενο της ιστορίας που διδάσκεται, δεν αλλάζουμε ουσιαστικά πολλά πράγματα, αφού ούτως ή άλλως τα σχολικά βιβλία και η τάξη δεν είναι το μόνο μέρος από το οποίο οι μαθητές «μαθαίνουν» ιστορία. Το πιο πιθανό σε αυτή την περίπτωση είναι η αφήγηση του σχολείου, όταν δεν συμφωνεί με την αφήγηση της οικογένειας και του κοινωνικού περίγυρου, να θεωρηθεί «λάθος» και να απορριφθεί από τους μαθητές. Με άλλα λόγια οι μαθητές των οποίων οι γονείς και ο περίγυρος βλέπει τους Τουρκοκύπριους ως τη μοναδική αιτία για τα δεινά του τόπου και ως αιμοσταγείς εχθρούς μάλλον θα συνεχίσουν να τους βλέπουν ως τέτοιους. Αντίθετα, με την έμφαση στη μεθοδολογία της διδασκαλίας και την καλλιέργεια των ιστορικών εννοιών και δεξιοτήτων, οι μαθητές θα είναι ικανοί μέσα από την αντικειμενική μελέτη του παρελθόντος και των πολλαπλών (και συχνά αντικρουόμενων) αφηγήσεων που το περιγράφουν να κτίσουν τη δική τους εικόνα βασισμένοι σε ιστορικά κριτήρια. Αυτά τα εργαλεία ταυτόχρονα θα τους εφοδιάσουν κατάλληλα, ώστε να μπορούν να κατανοήσουν το παρόν αλλά και να έχουν μια εικόνα του μέλλοντος (υπό την έννοια ότι θα έχουν μια ιδέα για τις επιλογές και τους περιορισμούς που προβάλλουν μπροστά τους).

Το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Μπορεί τελικά η διδασκαλία της ιστορίας να συμβάλει στον στόχο της καλλιέργειας της κουλτούρας ειρήνης, συνεργασίας και σεβασμού που επιδιώκει το ΥΠΠ; Η απάντηση είναι καταφατική. Η ιστορική μέθοδος μέσα από τις έννοιες και τις αξίες της αντικειμενικότητας, της ενσυναίσθησης, της αναζήτησης της αλήθειας, του σεβασμού προς όλες τις πηγές και την ελευθερία έκφρασης που προσφέρεται σε όλες τις πηγές μπορεί να αποτελέσει πρακτικό παράδειγμα δημοκρατίας, συνεργασίας, αμοιβαίου σεβασμού και ειρηνικών διαθέσεων.

Ουσιαστική μεταρρύθμιση που θα αναβαθμίσει το μάθημα της ιστορίας δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την επανεξέταση του περιεχομένου που διδάσκεται, αλλά μέσα από έμφαση που πρέπει να δοθεί και στη μεθοδολογία της διδασκαλίας (έμφαση στην ιστορική μέθοδο και την καλλιέργεια ιστορικών εννοιών και δεξιοτήτων). Αυτό προϋποθέτει ότι τον σχεδιασμό των αναλυτικών προγραμμάτων και των βιβλίων της ιστορίας θα αναλάβουν παιδαγωγοί με αποδεδειγμένο επιστημονικό υπόβαθρο και εμπειρία στον τομέα της διδασκαλίας της ιστορίας και όχι απλά ιστορικοί. Οι ιστορικοί θα έχουν τον επίσης σημαντικό ρόλο να προσφέρουν την επιστημονική γνώση του θέματος αλλά όχι την οργάνωση της διδασκαλίας του. Το σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, αφού η σύνθεση των ομάδων που θα αναλάβουν αυτό το έργο θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό και το αποτέλεσμα. Επίσης πολύ σημαντική είναι η προστασία αυτής της διαδικασίας από τις οποιαδήποτε πολιτικές παρεμβάσεις οι οποίες δεν μπορούν να προσφέρουν οτιδήποτε ουσιαστικό ή ωφέλιμο στην διαδικασία (αντίθετα θα δημιουργήσουν προβλήματα).

Εν κατακλείδι, το στοίχημα που καλείται να κερδίσει το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν είναι αν θα καταφέρει να ξαναγράψει αντικειμενικά την ιστορία, άλλωστε αυτή η δήλωση είναι αφελής και το εγχείρημα ανέφικτο. Τα πραγματικό στοίχημα είναι αν θα καταφέρει μέσα από μάθημα της ιστορία να εφοδιάσει του μαθητές με τα κατάλληλα εργαλεία ώστε να κατανοήσουν πραγματικά το παρελθόν και κατ’ επέκταση τον κόσμο στον οποίο ζουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: